Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μολδαβικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μολδαβικ
ός
η
μολδαβικ
ή
το
μολδαβικ
ό
γενική
του
μολδαβικ
ού
της
μολδαβικ
ής
του
μολδαβικ
ού
αιτιατική
τον
μολδαβικ
ό
τη
μολδαβικ
ή
το
μολδαβικ
ό
κλητική
μολδαβικ
έ
μολδαβικ
ή
μολδαβικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μολδαβικ
οί
οι
μολδαβικ
ές
τα
μολδαβικ
ά
γενική
των
μολδαβικ
ών
των
μολδαβικ
ών
των
μολδαβικ
ών
αιτιατική
τους
μολδαβικ
ούς
τις
μολδαβικ
ές
τα
μολδαβικ
ά
κλητική
μολδαβικ
οί
μολδαβικ
ές
μολδαβικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μολδαβικός
<
Μολδαβία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μολδαβικός, -ή, -ό
που ανήκει στη
Μολδαβία
ή έχει να κάνει με αυτήν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μολδαβικός
αγγλικά
:
Moldovian
(en)
γαλλικά
:
moldave
(fr)
ισπανικά
:
moldavo
(es)
πολωνικά
:
mołdawski
(pl)
ρουμανικά
:
moldovenesc
(ro)