↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκχιονιστικός η εκχιονιστική το εκχιονιστικό
      γενική του εκχιονιστικού της εκχιονιστικής του εκχιονιστικού
    αιτιατική τον εκχιονιστικό την εκχιονιστική το εκχιονιστικό
     κλητική εκχιονιστικέ εκχιονιστική εκχιονιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκχιονιστικοί οι εκχιονιστικές τα εκχιονιστικά
      γενική των εκχιονιστικών των εκχιονιστικών των εκχιονιστικών
    αιτιατική τους εκχιονιστικούς τις εκχιονιστικές τα εκχιονιστικά
     κλητική εκχιονιστικοί εκχιονιστικές εκχιονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκχιονιστικός < εκ + χιόνι + -ιστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

εκχιονιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία