Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκχιονιστήρας οι εκχιονιστήρες
      γενική του εκχιονιστήρα των εκχιονιστήρων
    αιτιατική τον εκχιονιστήρα τους εκχιονιστήρες
     κλητική εκχιονιστήρα εκχιονιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
εκχιονιστήρες (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκχιονιστήρας < εκχιονίζω + -τήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκχιονιστήρας αρσενικό

  1. τροχοφόρο μηχάνημα οδοποιίας που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του χιονιού από τους δρόμους
  2. αντίστοιχο μηχάνημα που χρησιμοποιείται στις σιδηροδρομικές γραμμές

  Μεταφράσεις επεξεργασία