εκχιονιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκχιονιστήρας αρσενικό
- τροχοφόρο μηχάνημα οδοποιίας που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του χιονιού από τους δρόμους
- αντίστοιχο μηχάνημα που χρησιμοποιείται στις σιδηροδρομικές γραμμές
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκχιονιστήρας