εκχιονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκχιονίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- εκχιονισμός
- εκχιονιστικός
- εκχιονιστήρας
- → δείτε τη λέξη χιόνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχιονίζω | εκχιόνιζα | θα εκχιονίζω | να εκχιονίζω | εκχιονίζοντας | |
β' ενικ. | εκχιονίζεις | εκχιόνιζες | θα εκχιονίζεις | να εκχιονίζεις | εκχιόνιζε | |
γ' ενικ. | εκχιονίζει | εκχιόνιζε | θα εκχιονίζει | να εκχιονίζει | ||
α' πληθ. | εκχιονίζουμε | εκχιονίζαμε | θα εκχιονίζουμε | να εκχιονίζουμε | ||
β' πληθ. | εκχιονίζετε | εκχιονίζατε | θα εκχιονίζετε | να εκχιονίζετε | εκχιονίζετε | |
γ' πληθ. | εκχιονίζουν(ε) | εκχιόνιζαν εκχιονίζαν(ε) |
θα εκχιονίζουν(ε) | να εκχιονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχιόνισα | θα εκχιονίσω | να εκχιονίσω | εκχιονίσει | ||
β' ενικ. | εκχιόνισες | θα εκχιονίσεις | να εκχιονίσεις | εκχιόνισε | ||
γ' ενικ. | εκχιόνισε | θα εκχιονίσει | να εκχιονίσει | |||
α' πληθ. | εκχιονίσαμε | θα εκχιονίσουμε | να εκχιονίσουμε | |||
β' πληθ. | εκχιονίσατε | θα εκχιονίσετε | να εκχιονίσετε | εκχιονίστε | ||
γ' πληθ. | εκχιόνισαν εκχιονίσαν(ε) |
θα εκχιονίσουν(ε) | να εκχιονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκχιονίσει | είχα εκχιονίσει | θα έχω εκχιονίσει | να έχω εκχιονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκχιονίσει | είχες εκχιονίσει | θα έχεις εκχιονίσει | να έχεις εκχιονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκχιονίσει | είχε εκχιονίσει | θα έχει εκχιονίσει | να έχει εκχιονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχιονίσει | είχαμε εκχιονίσει | θα έχουμε εκχιονίσει | να έχουμε εκχιονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκχιονίσει | είχατε εκχιονίσει | θα έχετε εκχιονίσει | να έχετε εκχιονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχιονίσει | είχαν εκχιονίσει | θα έχουν εκχιονίσει | να έχουν εκχιονίσει |
|