Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδοποιία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ὁδοποιία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οδοποιί
α
οι
οδοποιί
ες
γενική
της
οδοποιί
ας
των
οδοποιι
ών
αιτιατική
την
οδοποιί
α
τις
οδοποιί
ες
κλητική
οδοποιί
α
οδοποιί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδοποιία
<
αρχαία ελληνική
ὁδοποιία
<
ὁδός
+
-ποιία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οδοποιία
θηλυκό
η
χάραξη
και η
κατασκευή
των
δρόμων
Συγγενικά
επεξεργασία
οδοποιητικός
οδοποιός
→
δείτε
τις λέξεις
οδός
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδοποιία
αγγλικά
:
road construction
(en)
γαλλικά
:
voirie
(fr)