οδοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οδοποιός | οι | οδοποιοί |
γενική | του | οδοποιού | των | οδοποιών |
αιτιατική | τον | οδοποιό | τους | οδοποιούς |
κλητική | οδοποιέ | οδοποιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ðo.piˈos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοδοποιός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οδοποιός
|