κουκκίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουκκίδα < ελληνιστική κοινή κοκκίς < αρχαία ελληνική κόκκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουκκίδα θηλυκό
- μικρό, σχετικά, σημάδι σαν τελεία
- (τυπογραφία) το στρογγυλό σημάδι που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για τη δημιουργία ράστερ