κουκκιδίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουκκιδίτσα | οι | κουκκιδίτσες |
γενική | της | κουκκιδίτσας | — | |
αιτιατική | την | κουκκιδίτσα | τις | κουκκιδίτσες |
κλητική | κουκκιδίτσα | κουκκιδίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκκιδίτσα θηλυκό
- μικρή κουκκίδα