χιονίστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονίστρα θηλυκό
- πρήξιμο ή παρόμοιος ερεθισμός στα άκρα, στη μύτη ή στα αυτιά που προκλήθηκε από πολύ χαμηλή θερμοκρασία
Σημειώσεις επεξεργασία
Το ουσιαστικό αυτό χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό.