ξίδι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξίδι | τα | ξίδια |
γενική | του | ξιδιού | των | ξιδιών |
αιτιατική | το | ξίδι | τα | ξίδια |
κλητική | ξίδι | ξίδια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξίδι < μεσαιωνική ελληνική ξίδι < οξίδιν < ελληνιστική κοινή ὀξίδιον < αρχαία ελληνική ὄξος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξίδι ουδέτερο
- σκουρόχρωμο ξινό υγρό, που παρασκευάζεται συνήθως από κρασί, ή από άλλο προϊόν που περιέχει οξικό οξύ, και χρησιμοποιείται για να δίνει γεύση στο φαγητό ή σαν συντηρητικό τροφίμων
- ξίδι από κόκκινο κρασί
- (οικείο) (μεταφορικά) οινοπνευματώδες ποτό
- πολλά ξίδια πίνεις
- (οικείο) ξινισμένο κρασί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- (παρωχημένο) ξύδι (λανθασμένη ετυμολογικώς γραφή)
- (παρωχημένο) ξείδι (από το οξείδιο)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ας πιει ξίδι (να του περάσει): έκφραση που λέγεται για κάποιον που έχει θυμώσει και αδιαφορούμε για το θυμό του
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδόξιδο
- του ΄γινε το μέλι ξίδι : έκφραση αποτυχίας (συνήθως όταν η αποτυχία αυτή χειροτερεύει την πρόσφατη κατάσταση)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ξίδι στη Βικιπαίδεια
- οξοποιία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξίδι