οξοποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξοποιία < όξος + -ο- + -ποιία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vinaigrerie[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξοποιία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οξοποιία
|
- ↑ οξοποιία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)