οξοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξοποίηση | οι | οξοποιήσεις |
γενική | της | οξοποίησης* | των | οξοποιήσεων |
αιτιατική | την | οξοποίηση | τις | οξοποιήσεις |
κλητική | οξοποίηση | οξοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οξοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοξοποίηση θηλυκό
- η παρασκευή ξιδιού και η σχετική διαδικασία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οξοποίηση
|