όξος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όξος | τα | όξη |
γενική | του | όξους | των | οξέων |
αιτιατική | το | όξος | τα | όξη |
κλητική | όξος | όξη | ||
Κατηγορία όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όξος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄξος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ξος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόξος ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασία- όξος και χολή: για πικρά και δηκτικά σχόλια εναντίον κάποιου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όξος
→ δείτε τη λέξη ξίδι |
Πηγές
επεξεργασία- όξος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- όξος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας