Δείτε επίσης: ὄξος, οξός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όξος τα όξη
      γενική του όξους των οξέων
    αιτιατική το όξος τα όξη
     κλητική όξος όξη
Κατηγορία όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όξος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄξος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.ksos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐ξος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όξος ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία