ξύδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξύδι | τα | ξύδια |
γενική | του | ξυδιού | των | ξυδιών |
αιτιατική | το | ξύδι | τα | ξύδια |
κλητική | ξύδι | ξύδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξύδι < ξίδι, με παρετυμολογική επίδραση της λέξης οξύ / οξύς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- ξύδι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξύδι
→ δείτε τη λέξη ξίδι |