Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξιδοβάρελο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξιδοβάρελ
ο
τα
ξιδοβάρελ
α
γενική
του
ξιδοβάρελ
ου
των
ξιδοβάρελ
ων
αιτιατική
το
ξιδοβάρελ
ο
τα
ξιδοβάρελ
α
κλητική
ξιδοβάρελ
ο
ξιδοβάρελ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξιδοβάρελο
<
ξίδι
+
-ο-
+
βαρέλι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξιδοβάρελο
ουδέτερο
βαρέλι
για τη
φύλαξη
ξιδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξιδοβάρελο