↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψῦξῐς αἱ ψύξεις
      γενική τῆς ψύξεως τῶν ψύξεων
      δοτική τῇ ψύξει ταῖς ψύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ψῦξῐν τὰς ψύξεις
     κλητική ! ψῦξῐ ψύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψύξει
γεν-δοτ τοῖν  ψυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψῦξις < (ψύχω) ψυξ- + -ις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψῦξις-ψύξεως

  • μέσο ψύξης, τρόπος ή μέσο για να ψύχεται κάτι
    ⮡  χιόνος ἢ ἄλλης ψύξιος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ψύχω