Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψύξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψύχω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψύχω
  3. θα ψύξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψύχω