ψύχομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpsi.xɔ.mɛ/
- συλλαβισμός : ψύ‐χο‐μαι
ΡήμαΕπεξεργασία
ψύχομαι, π.αόρ.: ψύχθηκα, μτχ.π.π.: ψυγμένος, (ενεργ.: ψύχω)
- παθητική φωνή του ρήματος ψύχω → και δείτε την κλίση
- ↪ ο κινητήρας του αυτοκινήτου ψύχεται με ένα συνδυασμό υδρόψυξης και αερόψυξης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψύχομαι < μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ψύχω
ΡήμαΕπεξεργασία
ψύχομαι → δείτε τη λέξη ψύχω
- (μεταφορικά) κρυώνω
- είμαι ψυχρός