Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεψυγμένος η κατεψυγμένη το κατεψυγμένο
      γενική του κατεψυγμένου της κατεψυγμένης του κατεψυγμένου
    αιτιατική τον κατεψυγμένο την κατεψυγμένη το κατεψυγμένο
     κλητική κατεψυγμένε κατεψυγμένη κατεψυγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεψυγμένοι οι κατεψυγμένες τα κατεψυγμένα
      γενική των κατεψυγμένων των κατεψυγμένων των κατεψυγμένων
    αιτιατική τους κατεψυγμένους τις κατεψυγμένες τα κατεψυγμένα
     κλητική κατεψυγμένοι κατεψυγμένες κατεψυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Κατεψυγμένα ψάρια σε κομμάτια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεψυγμένος < μεσαιωνική ελληνική κατεψυγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταψύχω < κατά + ψύχος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική surgelé)

  Μετοχή επεξεργασία

κατεψυγμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία