κατεψυγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατεψυγμένος < μεσαιωνική ελληνική κατεψυγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταψύχω < κατά + ψύχος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική surgelé)
Μετοχή επεξεργασία
κατεψυγμένος
- που έχει καταψυχθεί, για είδη
- κατεψυγμένα τρόφιμα