Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυοσυντήρηση οι κρυοσυντηρήσεις
      γενική της κρυοσυντήρησης* των κρυοσυντηρήσεων
    αιτιατική την κρυοσυντήρηση τις κρυοσυντηρήσεις
     κλητική κρυοσυντήρηση κρυοσυντηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυοσυντηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυοσυντήρηση < κρύο και συντήρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυοσυντήρηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία