↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυοσυντήρηση οι κρυοσυντηρήσεις
      γενική της κρυοσυντήρησης* των κρυοσυντηρήσεων
    αιτιατική την κρυοσυντήρηση τις κρυοσυντηρήσεις
     κλητική κρυοσυντήρηση κρυοσυντηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυοσυντηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυοσυντήρηση (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cryopreservation. Μορφολογικά αναλύεται σε κρύο + συντήρηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρυοσυντήρηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία