κρυοσυντήρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρυοσυντήρηση | οι | κρυοσυντηρήσεις |
γενική | της | κρυοσυντήρησης* | των | κρυοσυντηρήσεων |
αιτιατική | την | κρυοσυντήρηση | τις | κρυοσυντηρήσεις |
κλητική | κρυοσυντήρηση | κρυοσυντηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυοσυντηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρυοσυντήρηση (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cryopreservation. Μορφολογικά αναλύεται σε κρύο + συντήρηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρυοσυντήρηση θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική, βιολογία) συντήρηση συγκεκριμένων ιστών ή βιολογικών υλικών στο ψύχος, όπως ωαρίων, εμβρύων, σπέρματος, τμημάτων του ομφάλιου λώρου και αίματος, ώστε να αποφευχθεί η άκομψη χρήση λέξεων όπως κατεψυγμένος και κατάψυξη που έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τρόφιμα, όπως και του όρου κρυογονική και κρυονική που συνδέθηκαν με την ψύξη νεκρών ή τη μελέτη του ψύχους σε άψυχα είδη
- ≈ συνώνυμα: κρυοδιατήρηση (σπάνιο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρυοσυντήρηση
Πηγές
επεξεργασία- κρυοσυντήρηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κρυοσυντήρηση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr