κρυοσυντηρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακρυοσυντηρημένος < προήλθε από το ουσιαστικό κρυοσυντήρηση και δεν υπάρχει ακόμα αντίστοιχο ρήμα στα ελληνικά
Μετοχή
επεξεργασίακρυοσυντηρημένος, -η, -ο
- που συντηρείται στο ψύχος
- κρυοσυντηρημένο σπέρμα, ωάριο, έμβρυο, αίμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρυοσυντηρημένος