κρυογονική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυογονική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryogenics < αρχαία ελληνική κρύος + γίγνομαι
- για την κρυονική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cryonics
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.o.ɣo.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐ο‐γο‐νι‐κή
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυογονική θηλυκό
- η επιστήμη που μελετά τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και τις επιπτώσεις τους στην ύλη καθώς και (κατ’ επέκταση) η τεχνολογία επίτευξης τέτοιων θερμοκρασιών
- άλλες μορφές::κρυογενετική
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κρυονική
Συγγενικά επεξεργασία
- κρυογενετική
- → δείτε τις λέξεις κρύο και γίνομαι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυογονική