Δείτε επίσης: κρυογονική, κρυονική

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυογενετική οι κρυογενετικές
      γενική της κρυογενετικής των κρυογενετικών
    αιτιατική την κρυογενετική τις κρυογενετικές
     κλητική κρυογενετική κρυογενετικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυογενετική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryogenics

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.o.ʝe.ne.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυ‐ο‐γε‐νε‐τι‐κή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυογενετική θηλυκό

  1. άλλη μορφή του κρυογονική
  2. (σπάνιο) άλλη μορφή του κρυονική

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία