καταψύχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταψύχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταψύχω < κατα- + ψύχω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réfrigérer) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈpsi.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐ψύ‐χω
Ρήμα
επεξεργασίακαταψύχω, αόρ.: κατέψυξα, παθ.φωνή: καταψύχομαι, π.αόρ.: καταψύχθηκα, μτχ.π.π.: κατεψυγμένος/καταψυγμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά και ψύχω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταψύχω | κατέψυχα | θα καταψύχω | να καταψύχω | καταψύχοντας | |
β' ενικ. | καταψύχεις | κατέψυχες | θα καταψύχεις | να καταψύχεις | κατάψυχε | |
γ' ενικ. | καταψύχει | κατέψυχε | θα καταψύχει | να καταψύχει | ||
α' πληθ. | καταψύχουμε | καταψύχαμε | θα καταψύχουμε | να καταψύχουμε | ||
β' πληθ. | καταψύχετε | καταψύχατε | θα καταψύχετε | να καταψύχετε | καταψύχετε | |
γ' πληθ. | καταψύχουν(ε) | κατέψυχαν καταψύχαν(ε) |
θα καταψύχουν(ε) | να καταψύχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέψυξα | θα καταψύξω | να καταψύξω | καταψύξει | ||
β' ενικ. | κατέψυξες | θα καταψύξεις | να καταψύξεις | κατάψυξε | ||
γ' ενικ. | κατέψυξε | θα καταψύξει | να καταψύξει | |||
α' πληθ. | καταψύξαμε | θα καταψύξουμε | να καταψύξουμε | |||
β' πληθ. | καταψύξατε | θα καταψύξετε | να καταψύξετε | καταψύξτε | ||
γ' πληθ. | κατέψυξαν καταψύξαν(ε) |
θα καταψύξουν(ε) | να καταψύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταψύξει | είχα καταψύξει | θα έχω καταψύξει | να έχω καταψύξει | ||
β' ενικ. | έχεις καταψύξει | είχες καταψύξει | θα έχεις καταψύξει | να έχεις καταψύξει | ||
γ' ενικ. | έχει καταψύξει | είχε καταψύξει | θα έχει καταψύξει | να έχει καταψύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταψύξει | είχαμε καταψύξει | θα έχουμε καταψύξει | να έχουμε καταψύξει | ||
β' πληθ. | έχετε καταψύξει | είχατε καταψύξει | θα έχετε καταψύξει | να έχετε καταψύξει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταψύξει | είχαν καταψύξει | θα έχουν καταψύξει | να έχουν καταψύξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταψύχομαι | καταψυχόμουν(α) | θα καταψύχομαι | να καταψύχομαι | ||
β' ενικ. | καταψύχεσαι | καταψυχόσουν(α) | θα καταψύχεσαι | να καταψύχεσαι | - | |
γ' ενικ. | καταψύχεται | καταψυχόταν(ε) | θα καταψύχεται | να καταψύχεται | ||
α' πληθ. | καταψυχόμαστε | καταψυχόμαστε καταψυχόμασταν |
θα καταψυχόμαστε | να καταψυχόμαστε | ||
β' πληθ. | καταψύχεστε | καταψυχόσαστε καταψυχόσασταν |
θα καταψύχεστε | να καταψύχεστε | (καταψύχεστε) | |
γ' πληθ. | καταψύχονται | καταψύχονταν καταψυχόντουσαν |
θα καταψύχονται | να καταψύχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταψύχθηκα | θα καταψυχθώ | να καταψυχθώ | καταψυχθεί | ||
β' ενικ. | καταψύχθηκες | θα καταψυχθείς | να καταψυχθείς | καταψύξου | ||
γ' ενικ. | καταψύχθηκε | θα καταψυχθεί | να καταψυχθεί | |||
α' πληθ. | καταψυχθήκαμε | θα καταψυχθούμε | να καταψυχθούμε | |||
β' πληθ. | καταψυχθήκατε | θα καταψυχθείτε | να καταψυχθείτε | καταψυχθείτε | ||
γ' πληθ. | καταψύχθηκαν καταψυχθήκαν(ε) |
θα καταψυχθούν(ε) | να καταψυχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταψυχθεί | είχα καταψυχθεί | θα έχω καταψυχθεί | να έχω καταψυχθεί | καταψυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταψυχθεί | είχες καταψυχθεί | θα έχεις καταψυχθεί | να έχεις καταψυχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταψυχθεί | είχε καταψυχθεί | θα έχει καταψυχθεί | να έχει καταψυχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταψυχθεί | είχαμε καταψυχθεί | θα έχουμε καταψυχθεί | να έχουμε καταψυχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταψυχθεί | είχατε καταψυχθεί | θα έχετε καταψυχθεί | να έχετε καταψυχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταψυχθεί | είχαν καταψυχθεί | θα έχουν καταψυχθεί | να έχουν καταψυχθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταψυγμένος - είμαστε, είστε, είναι καταψυγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταψυγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταψυγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταψυγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταψυγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταψυγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταψυγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καταψύχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταψύχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταψύχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.