refrigerate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | refrigerate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refrigerates |
αόριστος | refrigerated |
παθητική μετοχή | refrigerated |
ενεργητική μετοχή | refrigerating |
Ρήμα επεξεργασία
refrigerate (en)
- καταψύχω, διατηρώ κάτι ψυχρός
- ↪ keep refrigerated under -18° C - διατηρήστε (το) κάτω από τους -18° C