καταψυκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταψυκτικός < ελληνιστική κοινή καταψυκτικός < αρχαία ελληνική καταψύχω < κατά + ψύχω
Επίθετο επεξεργασία
καταψυκτικός
- που δημιουργεί ή επιφέρει κατάψυξη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταψυκτικός
|