Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχεινός < ψῦχος

  Επίθετο

επεξεργασία

ψυχεινός, -ά, όν

τοῦ μὲν γὰρ χειμῶνός ἐστιν ἀλεεινά, τοῦ δὲ θέρους ψυχεινά. : <γιατί το ζώο πλαγιάζει εκεί> επειδή το χειμώνα είναι πιο ζεστά και το καλοκαίρι πιο δροσερά (Ξενοφών)

Συγγενικά

επεξεργασία