ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψυχρότης αἱ ψυχρότητες
      γενική τῆς ψυχρότητος τῶν ψυχροτήτων
      δοτική τῇ ψυχρότητ ταῖς ψυχρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ψυχρότητ τὰς ψυχρότητᾰς
     κλητική ! ψυχρότης ψυχρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυχρότητε
γεν-δοτ τοῖν  ψυχροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ψυχρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχρότης θηλυκό