Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχραντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψυχραντικ
ός
η
ψυχραντικ
ή
το
ψυχραντικ
ό
γενική
του
ψυχραντικ
ού
της
ψυχραντικ
ής
του
ψυχραντικ
ού
αιτιατική
τον
ψυχραντικ
ό
την
ψυχραντικ
ή
το
ψυχραντικ
ό
κλητική
ψυχραντικ
έ
ψυχραντικ
ή
ψυχραντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψυχραντικ
οί
οι
ψυχραντικ
ές
τα
ψυχραντικ
ά
γενική
των
ψυχραντικ
ών
των
ψυχραντικ
ών
των
ψυχραντικ
ών
αιτιατική
τους
ψυχραντικ
ούς
τις
ψυχραντικ
ές
τα
ψυχραντικ
ά
κλητική
ψυχραντικ
οί
ψυχραντικ
ές
ψυχραντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψυχραντικός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ψυχραντικός
Επίθετο
επεξεργασία
ψυχραντικός, -ή, -ό
που προκαλεί
ψύχρανση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχραντικός