ψύχρανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψύχρανση | οι | ψυχράνσεις |
γενική | της | ψύχρανσης* | των | ψυχράνσεων |
αιτιατική | την | ψύχρανση | τις | ψυχράνσεις |
κλητική | ψύχρανση | ψυχράνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχράνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψύχρανση < (ελληνιστική κοινή) ψύχρανσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψύχρανση θηλυκό (γενική, της ψύχρανσης, ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψυχραίνω, η μείωση της θερμοκρασίας κυριολεκτικά ή μεταφορικά (σε αντικείμενα, συναισθήματα, καιρικές συνθήκες κ.λπ.)
- η ψύχρανση του πλανήτη
- η ψύχρανση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας
- η ψύχρανση του ζυθόγλευκου στη διαδικασία της ζύμωσης για την παραγωγή μπύρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψύχρανση
|