ψυγεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψυγεῖον | τὰ | ψυγεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ψυγείου | τῶν | ψυγείων | ||||
δοτική | τῷ | ψυγείῳ | τοῖς | ψυγείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ψυγεῖον | τὰ | ψυγεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ψυγεῖον | ψυγεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυγείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ψυγείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψυγεῖον (ελληνιστική κοινή) < ψύχω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ψυγείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψυγεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία
- ψυγεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.