ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψυγεῖον τὰ ψυγεῖ
      γενική τοῦ ψυγείου τῶν ψυγείων
      δοτική τῷ ψυγεί τοῖς ψυγείοις
    αιτιατική τὸ ψυγεῖον τὰ ψυγεῖ
     κλητική ! ψυγεῖον ψυγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυγείω
γεν-δοτ τοῖν  ψυγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυγεῖον (ελληνιστική κοινή) < ψύχω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ψυγείο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυγεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)