ψήχω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψήχω < αρχαία ελληνική ψήχω
ΡήμαΕπεξεργασία
ψήχω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψήχω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψήχω < ψήω
ΡήμαΕπεξεργασία
ψήχω
![]() |
ψήχω
|
ψήχω