• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψήχω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ψύχω

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ρήμα
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψήχω < αρχαία ελληνική ψήχω

  ΡήμαΕπεξεργασία

ψήχω

  • βουρτσίζω, τρίβω με μία βούρτσα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ψήχω

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψήχω < ψήω

  ΡήμαΕπεξεργασία

ψήχω

  1. τρίβω, ξύνω, ξυστρίζω
  2. χαϊδεύω
  3. φθείρω, εξαλείφω
  4. γράφω κάτι πρόχειρα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ψῆγμα
  • ψήκτρα
  • ψηχρός (ο λεπτός)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψήχω&oldid=5529800"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:29
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:29.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie