Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχάζω < ψῦχος ή ψύχω

  Ρήμα επεξεργασία

ψυχάζω

Συγγενικά επεξεργασία