αναψυκτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναψυκτήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναψυκτήριον (τόπος αναψυχής), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Εrfrischungsraum[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναψυκτήριο ουδέτερο
- χώρος χαλάρωσης και συγκρατημένης διασκέδασης συνήθως σε εξοχικά σημεία αλλά όχι μόνο, στον οποίο σερβίρονται αναψυκτικά, καφές, ποτά και πολλές φορές μεζέδες
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ψύξη και ψύχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αναψυκτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας