Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναψυκτήριο τα αναψυκτήρια
      γενική του αναψυκτηρίου
αναψυκτήριου
των αναψυκτηρίων
    αιτιατική το αναψυκτήριο τα αναψυκτήρια
     κλητική αναψυκτήριο αναψυκτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναψυκτήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναψυκτήριον (τόπος αναψυχής), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Εrfrischungsraum[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναψυκτήριο ουδέτερο

  • χώρος χαλάρωσης και συγκρατημένης διασκέδασης συνήθως σε εξοχικά σημεία αλλά όχι μόνο, στον οποίο σερβίρονται αναψυκτικά, καφές, ποτά και πολλές φορές μεζέδες

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ψύξη και ψύχω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία