Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχόω < ψυχή

ψυχόω

  1. δίνω ψυχή, εμψυχώνω, ψυχώνω
  2. προσδίδω ψυχικά χαρακτηριστικά σε κάτι άψυχο ή καθαρά υλικό
  3. ζωηρεύω, κάνω ζωντανό (π.χ. το λόγο)

Συγγενικά

επεξεργασία