ζωντανό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζωντανό | τα | ζωντανά |
γενική | του | ζωντανού | των | ζωντανών |
αιτιατική | το | ζωντανό | τα | ζωντανά |
κλητική | ζωντανό | ζωντανά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωντανό < ζωντανός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωντανό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαζωντανό