Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποψύχω < απο- + ψύχω μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongeler ή αγγλική defrost

  Ρήμα επεξεργασία

αποψύχω

  1. αφήνω να ζεστάνει κάπως τροφή που ήταν κατεψυγμένο
  2. βγάζω το πάγος από ένα χώρο (πχ. από καταψύκτη) λιώνοντάς το

  Μεταφράσεις επεξεργασία