αποψύχω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποψύχω < απο- + ψύχω μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongeler ή αγγλική defrost
Ρήμα επεξεργασία
αποψύχω
- αφήνω να ζεστάνει κάπως τροφή που ήταν κατεψυγμένο
- βγάζω το πάγος από ένα χώρο (πχ. από καταψύκτη) λιώνοντάς το