Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας unfreeze
γ΄ ενικό ενεστώτα unfreezes
αόριστος unfroze
παθητική μετοχή unfrozen
ενεργητική μετοχή unfreezing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία επεξεργασία

unfreeze < un- + freeze

  Ρήμα επεξεργασία

unfreeze (en)