freeze
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | freeze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | freezes |
αόριστος | froze |
παθητική μετοχή | frozen |
ενεργητική μετοχή | freezing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
freeze (en)
ενεστώτας | freeze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | freezes |
αόριστος | froze |
παθητική μετοχή | frozen |
ενεργητική μετοχή | freezing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
freeze (en)