refreeze
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | refreeze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refreezes |
αόριστος | refroze |
παθητική μετοχή | refrozen |
ενεργητική μετοχή | refreezing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrefreeze (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επαναψύχω, ξαναπαγώνω, παγώνω κάτι ξανά
- ⮡ Once thawed do not refreeze.
- Αν αποψυχθεί να μην επαναψυχθεί.
- ⮡ Once thawed do not refreeze.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- refreeze - Cambridge Dictionary online