Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας freeze over
γ΄ ενικό ενεστώτα freezes over
αόριστος froze over
παθητική μετοχή frozen over
ενεργητική μετοχή freezing over

  Ετυμολογία επεξεργασία

freeze over < → δείτε τις λέξεις freeze και over

  Ρήμα επεξεργασία

freeze over (en)

  • παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο
    The road had frozen over.
    Ο δρόμος είχε παγώσει.

  Πηγές επεξεργασία