Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπαγιάζω < ξε + πάγος + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπαγιάζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία