Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξυλιασμέν
ος
η
ξυλιασμέν
η
το
ξυλιασμέν
ο
γενική
του
ξυλιασμέν
ου
της
ξυλιασμέν
ης
του
ξυλιασμέν
ου
αιτιατική
τον
ξυλιασμέν
ο
την
ξυλιασμέν
η
το
ξυλιασμέν
ο
κλητική
ξυλιασμέν
ε
ξυλιασμέν
η
ξυλιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξυλιασμέν
οι
οι
ξυλιασμέν
ες
τα
ξυλιασμέν
α
γενική
των
ξυλιασμέν
ων
των
ξυλιασμέν
ων
των
ξυλιασμέν
ων
αιτιατική
τους
ξυλιασμέν
ους
τις
ξυλιασμέν
ες
τα
ξυλιασμέν
α
κλητική
ξυλιασμέν
οι
ξυλιασμέν
ες
ξυλιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξυλιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
ξυλιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξυλιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλιασμένος