Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλιάζω < ξύλ(ο) + -ιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksiˈʎa.zo/

ξυλιάζω, αόρ.: ξύλιασα, μτχ.π.π.: ξυλιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ξύλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία