Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξυλο- < ξύλ(ο) + -ο- ή (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξυλο- < ξύλο(ν)

  Πρόθημα

επεξεργασία

ξυλο-, ξυλό- (& ξυλ- πρίν από φωνήεντα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλο- < ξύλ(ο) + -ο- ή (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξυλο- < ξύλο(ν)

  Πρόθημα

επεξεργασία

ξυλο-, ξυλό- (& ξυλ- πρίν από φωνήεντα)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλο- < ξύλο(ν)

  Πρόθημα

επεξεργασία

ξυλο-, ξυλό- (& ξυλ- πρίν από φωνήεντα)