ξυλόφρακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξυλόφρακτος < αρχαία ελληνική ξυλόφρακτος < ξύλον + φρακτός < φράσσω
Επίθετο
επεξεργασίαξυλόφρακτος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξυλόφρακτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ξυλόφρακτος | τὸ ξυλόφρακτον | οἱ, αἱ ξυλόφρακτοι | τὰ ξυλόφρακτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ξυλοφράκτου | τοῦ ξυλοφράκτου | τῶν ξυλοφράκτων | τῶν ξυλοφράκτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ξυλοφράκτῳ | τῷ ξυλοφράκτῳ | τοῖς, ταῖς ξυλοφράκτοις | τοῖς ξυλοφράκτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ξυλόφρακτον | τὸ ξυλόφρακτον | τοὺς, τὰς ξυλοφράκτους | τὰ ξυλόφρακτα |
Κλητική | ξυλόφρακτε | ξυλόφρακτον | ξυλόφρακτοι | ξυλόφρακτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ξυλοφράκτω | |||
Γενική-Δοτική | ξυλοφράκτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξυλόφρακτος, -η, -ο