φραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φράζω
Μετοχή
επεξεργασίαφραγμένος, -η, -ο
- που έχει φραχτεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άφρακτος
φραγμένος, -η, -ο