ξυλέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξυλέμπορος | οι | ξυλέμποροι |
γενική | του | ξυλέμπορου & ξυλεμπόρου |
των | ξυλέμπορων & ξυλεμπόρων |
αιτιατική | τον | ξυλέμπορο | τους | ξυλέμπορους & ξυλεμπόρους |
κλητική | ξυλέμπορε | ξυλέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξυλέμπορος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξυλέμπορος
|