↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλέμπορας οι ξυλέμπορες
      γενική του ξυλέμπορα των ξυλέμπορων
    αιτιατική τον ξυλέμπορα τους ξυλέμπορες
     κλητική ξυλέμπορα ξυλέμπορες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Συγκρίνετε την κλίση του ξυλέμπορος
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλέμπορας < ξύλ(ο) + -έμπορας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξυλέμπορας αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία