Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλεύομαι < (ελληνιστική κοινήξυλεύομαι

ξυλεύομαι

  1. κόβω ξύλα
  2. φροντίζω να προμηθευτώ ξύλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλεύομαι < αρχαία ελληνική ξύλον

ξυλεύομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος ξυλεύω
  2. κόβω ξύλα

Συγγενικά

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία